Πέμπτη 10 Απριλίου 2014
Ὁ ἀνδριάς τοῦ Γρηγορίου Ε' Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
_________________________________________________________________________________ Ὁ ἀνδριάς τοῦ Γρηγορίου Ε' Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως / Αριστοτέλου Βαλαωρίτου ,1872 ______________________________________________________________________________ Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος; Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου, τὰ φτερωτά σου ὄνειρα; Γιατί στὸ μέτωπό σου νὰ μὴν φυτρώνουν γέροντα,τόσαις χρυσαῖς ἀχτίδες , ὅσες μᾶς δίδ' ἡ ὄψη σου παρηγοριαῖς κ' ἐλπίδες; Γιατὶ στὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴν γλυκοχαράζει , πατέρα ἕνα χαμόγελο ; Γιατὶ νὰ μὴν σπαράζει μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου, οὔτ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ' ἔλαμψε τὸ φῶς σου ; _____________________________________________________________________________ Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ κ' οἱ λόγγοι στολισμένοι τὸν λυτρωτή τους χαιρετοῦν .Ἡ θάλασσα ἀγριωμένη ἀπό μακρὰ σ' ἐγνώρισε καὶ μ' ἀφρισμένο στόμα , φιλεῖ πατέρα μου γλυκέ , τὸ ἐλεύθερο τὸ χώμα ποὺ σὲ κρατεῖ στὰ σπλάχνα του .Θυμᾶται τὴν ἡμέρα , ὁποὺ κι' αὐτὴ στὸν κόρφο της , σὰν τρυφερὴ μητέρα , πατέρα μου, σ' ἐδέχτηκε ...Θυμᾶται στὸν λαιμό σου , τὸ ματωμένο τὸ σχοινί καὶ στ' ἅγιο πρόσωπό σου, τ' ἄτιμα τὰ ραπίσματα ,τον βόγγο ,την λαχτάρα , τοὺ κόσμου τὴν ποδοβολή . Θυμᾶται τὴν ἀντάρα , τὴν πέτρα ποὺ σοῦ κρέμασαν, τὴν γύμνια τοῦ νεκροῦ σου , τὸ φοβερὸ τ' ἀνάβρασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου. ______________________________________________________________________________ Δὲν ἐλησμόνησε τὴν γῆ ποὺ σὤγινε πατρίδα , οὔτε τὸ χέρι ποὺ εὔσπλαχνο μ' ὁλόχρυση χλαμύδα τὴν σάρκα σου ἐσαβάνωσε τὴν θαλασσοδερμένη , ὅταν, πατέρα μου, ἄκαρδοι γονατισμέν' οἱ ξένοι , τὸ αἶμά σου ἔγλυφαν κρυφὰ στὰ νύχια τοῦ φονιᾶ σου. Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα ,πατέρα ἡ θάλασσά σου. Tὸ λείψανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο, τ' ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας κ' ἐδώ μαρμαρωμένο , θὰ στέκῃ ὁλόρθο ,ἀκλόνητο κ' αἰώνιο θὲ νὰ ζήσῃ , νἆναι φοβέρα ἀδιάκοπη, σ' Ἀνατολή καἰ Δύση ... ______________________________________________________________________________ Εἶχαν ξυπνήσει ἀνέλπιστα οἱ νεκρωμένοι δοῦλοι κι' ἀπὸ τὸν γέρο Δούναβη ὡς τ' ἄγριο Κακοσοῦλι ἔβραζε γῆ καὶ θάλασσα ...Σεισμός , φωτιά, τρομάρα, σπαθὶ καὶ ψυχομάχημα καὶ δάκρυ καὶ κατάρα . Ἐβρόντουν κι' ἄστραφταν παντοῦ τὰ κλέφτικα λημέρια. Γοργὰ τοῦ Χάρου ἐθέριζαν τ' ἀχόρταγα τὰ χέρια , κ' ἦταν ὁ πόλεμος χαρά , τὰ φονικὰ παιχνίδια . Μὲ μιᾶς θολώνουν τοῦ Ὄλυμπου τὰ χιονισμένα φρύδια καὶ μαῦρα νέφη ἁπλώνονται στοῦ Κίσσαβου την ράχη . Ἀνατριχιάζουν τὰ κλαριὰ καὶ τὰ νερὰ κ' οἱ βράχοι μένουν παράλυτα , νεκρά , σὰν νἆχε διαπεράσει κρυφό μαχαίρι αὐτήν τὴν γῆ κ' ἐσκότωσε τὴν πλάση . ______________________________________________________________________________ Εἴχε προβάλει ἀπό μακρὰ πουλὶ κυνηγημένο σὰν σύγνεφο μὲ τὸν βορειᾶ καὶ μαυροφορεμένο, σκοτείδιασε τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ πλατειὰ φτερά του , καὶ μὲ φωνή ποὺ εξέσχιζε σκληρὰ τὰ σωθικά του , ἐρρέκαξε κ' ἐβρόντησε ...« Χτυπᾶτε ,πολεμάρχοι!... Ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη ὁ χαλασμός...Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!». Τοῦ μυστικοῦ διαλαλητῆ πέφτει στὴν γῆ στὸ κύμα τὸ φλογερὸ τὸ μήνυμα κι' ἀπό ἔνα τέτοιο κρῖμα ἐφύτρωσε ἄσβεστη φωτιὰ καὶ μὲ τὴν δύναμή σου ἐθέριεψε, ἐζωντάνεψε τ' ἄτιμο τὸ σχοινί σου, κ' ἔγινε φίδι φτερωτὸ στὸν κόρφο τοῦ φονιᾶ σου . Καλόγερε , πῶς δὲν ξυπνᾶς νὰ ἰδῆς τὰ θαύματά σου; ______________________________________________________________________________ Ἀναστηλώνεται ὁ Μωρηᾶς , ἡ Ρούμελη μουγκρίζει . Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει . Παντοῦ παράπονο βαθὺ καὶ ἀλαλαγμοὶ καὶ θρῆνοι . Διαβαίνει μαύρ' ἡ ἄνοιξη . Τὰ ρόδα σας οἱ κρίνοι λησμονημένα τήκονται, καὶ τὰ πουλιὰ σκιασμένα ἀφίνουν ἔρμη τὴν φωλιὰ καὶ φεύγουνε στὰ ξένα ... ________________________________________________________________________________ Ὁ κόσμος ἀνταριάζεται , καὶ τὰ σκυλόδοντά του ξερριζωμένα πνίγονται μὲ τὰ ρυάσματά του στοῦ Ναβαρίνου τὰ νερά, καὶ φεύγει...Ἀνάθεμά τον ! Ἐσκόρπισαν τὰ σύγνεφα μὲ τ' ἀστραπόβροντά των, καὶ κούφια ἀπέμεινε ἡ βοὴ τοῦ μαύρου καταρράχτη. Μ' αύτὰ...μ' αύτὰ τὰ κόκκαλα , τὰ τρίμματα , τὴν στάχτη ἐχτίσαμε πατέρα μου την φτωχικὴ φωλειά μας , κ' ἐκεῖθε ἐφύτρωσε ἠ μυρτιὰ , καὶ τὰ δαφνοκλαρά μας π' ἀνθοβολοῦν τριγύρω σου...Γιατὶ τὰ δάχτυλά σου ἀκίνητα δὲν εὐλογοῦν τὰ μαῦρα τὰ παιδιά σου ;... ________________________________________________________________________________ Τὸ μάρμαρο μένει βουβό, καὶ θὲ νὰ μείνῃ ἀκόμα , ποιός ξέρει ὡς πότ' ἀμίλητο τὸ νεκρικό του στόμα; Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται ...Καὶ τότε θὰ ξυπνήσῃ , ὅταν στὰ δάση ,στὰ βουνά,στὰ πέλαγα βροντήσῃ, τὸ φοβερό μας κήρυγμα .... « Χτυπᾶτε πολεμάρχοι! Μην λησμονείτε τὸ σχοινί , παιδιά, τοῦ Πατριάρχη !. ________________________________________________________________________________
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου